- κονδυλωτός
- κονδῠλ-ωτός, ή, όν,A knobby,
χρυσίς IG22.1400.36
: neut. as Subst., ib.40, prob. in ib.1386.10.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
χρυσίς IG22.1400.36
: neut. as Subst., ib.40, prob. in ib.1386.10.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κονδυλωτός — κονδυλωτός, ή, όν (Α) 1. αυτός που μοιάζει με κόνδυλο, εξογκωμένος 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ κονδυλωτόν το εξόγκωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόνδυλος + επίθημα ωτός (πρβλ. ελικ ωτός, θολ ωτός)] … Dictionary of Greek
κόνδυλος — I (Ανατ.) Προεξοχή οστού, που αποτελεί μέρος μιας άρθρωσης και η οποία, με το κυλινδρικό σχήμα της, περιορίζει τις κινήσεις του οστού σε ένα ορισμένο επίπεδο. Οι κυριότεροι κ. είναι της κάτω γνάθου (σιαγόνας), του ινιακού οστού, του κάτω άκρου… … Dictionary of Greek